κατακρατοῦν

κατακρατοῦν
κατακρατέω
prevail over
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
κατακρατέω
prevail over
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
κατακρατέω
prevail over
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
κατακρατέω
prevail over
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βένθος — Το σύνολο των οργανισμών που ζουν πάνω ή μέσα στον πυθμένα των αλμυρών ή γλυκών υδάτινων εκτάσεων. Χωρίζεται σε φυτοβένθος και ζωοβένθος. Το φυτοβένθος περιλαμβάνει φυτά που στηρίζονται στον πυθμένα, ενώ το ζωοβένθος περιλαμβάνει ζώα που είτε… …   Dictionary of Greek

  • υδροφιλία — η, Ν 1. (βιοχ.) η ιδιότητα τών κολλοειδών να κατακρατούν μεγάλη ποσότητα νερού 2. βοτ. τρόπος επικονίασης κατά την οποία οι γυρεόκοκκοι μεταφέρονται με το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. hydrophilie (< υδρ[ο] * + φιλία)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”